εἰσπράξῃς

εἰσπράξῃς
εἰσπράσσω
get in
aor subj act 2nd sg
εἰσπράσσω
get in
aor subj act 2nd sg
εἰσπρά̱ξῃς , εἰσπράσσω
get in
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… …   Dictionary of Greek

  • μισθωτής — ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) [μισθώνω] 1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής 2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία αρχ. αυτός που εργολαβικώς… …   Dictionary of Greek

  • οπισθογραφώ — έω παραχωρώ έναν τίτλο ή δίνω εντολή είσπραξής του υπογράφοντας στο πίσω μέρος τού εγγράφου κυριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • τοκομερίδιο — το, Ν απόδειξη προσαρτημένη σε ανώνυμο χρεώγραφο το οποίο παρέχει στον κομιστή το δικαίωμα είσπραξης τού τόκου που αντιπροσωπεύει η απόδειξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + μερίδιο. Η λ., στον πληθ. τοκομερίδια, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”